- πιθανολόγημα
- το, ΝΑ [πιθανολογώ]1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθανολογία — η, ΝΑ [πιθανολογώ] 1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες 2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία … Dictionary of Greek